- αἱμαγωγός
- αἱμαγωγός, όν, ([etym.] ἄγω)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἱμαγωγός — drawing off blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμαγωγός — όν (Α αἱμαγωγός) αυτός μέσω τού οποίου εξάγεται, διοχετεύεται το αίμα νεοελλ. αυτός που συντελεί στην αιμορραγία, σε αντίθεση με τον αιμοστατικό … Dictionary of Greek
αἱμαγωγόν — αἱμαγωγός drawing off blood masc/fem acc sg αἱμαγωγός drawing off blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμαγωγοῖς — αἱμαγωγός drawing off blood masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμαγωγοί — αἱμαγωγός drawing off blood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμαγωγούς — αἱμαγωγός drawing off blood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμαγωγά — αἱμαγωγός drawing off blood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμαγωγῶν — αἱμαγωγός drawing off blood masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)